- ἁρπάζοντας
- ἁρπάζωsnatch awaypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
възхыщати — ВЪЗХЫЩА|ТИ (68), Ю, ѤТЬ гл. 1. Брать, хватать: ѡни побѣгоша ча(д) сво˫а восхищающа. и скрегующе зубы своіми. СбПаис ХІV/ХV, 158 об.; Елико бо даруеть другомъ с гнѣвомъ. и паки си˫а въсхищаеть (ἀφαρπάζει) ЖВИ XIV–XV, 53а; || брать, забирать: [бог] … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ωκυπέτη — Μία από τις μυθικές Άρπυιες, οι οποίες προσωποποιούσαν τους θυελλώδεις ανέμους. Τα ονόματα τους (Ωκυπέτη, Αελλώ, Ωκυπόδη, Ποδάργη κλπ.) δηλώνουν τη γρηγοράδα στο πέταγμά τους (ωκύς = ταχύς, ταχυκίνητος). Ω. σημαίνει π.χ. Γοργοπετούσα. Μαζί με τις … Dictionary of Greek
αμφιπλίξ — ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α) 1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη 2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»] … Dictionary of Greek
εξαρπάζω — (AM ἐξαρπάζω) 1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.) 2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ ἐξήρπαξ ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.) 3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ… … Dictionary of Greek
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek
Αληδάκις, Ιμπραήμ — (; – 1774). Γενίτσαρος από τα Χανιά, διαβόητος για τα τσιφλίκια που απέκτησε αρπάζοντας τα χωράφια των χριστιανών και για τις ληστείες και τους φόνους εναντίον κατοίκων της περιοχής. Είναι γνωστός και με τα προσωνύμια Αγριαλής και Αγριολής. Ο Α.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek